ἐνιπρίω

ἐνιπρίω
ἐνιπρίω [ρῑ], [dialect] Ep. for ἐμπρίω, Opp.C.2.261.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενιπρίω — ἐνιπρίω (Α) επικ. τ. τού εμπρίω* …   Dictionary of Greek

  • εμπρίω — ἐμπρίω, επικ. τ. ἐνιπρίω (Α) 1. πριονίζω μέσα 2. δαγκώνω πριονιστά, βαθιά 3. (για σκύλο) σφίγγω και τρίζω τα δόντια 4. τρίζω 5. (αμετ.) (για σινάπι κ.ά.) έχω καυστική, πιπεράτη γεύση, καίω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”